Αναφερόμενος στην επίδραση που είχε η γιαγιά του στη λογοτεχνική του πορεία, υπογράμμισε τη σημασία της προφορικής παράδοσης και των αφηγήσεων, οι οποίες συνδύαζαν το καθημερινό με το φανταστικό. Η παιδική του ηλικία και οι εφιάλτες που τον βασάνιζαν αποτέλεσαν το εφαλτήριο για τη γραφή του. «Δεν ξαναείδα τον εφιάλτη αλλά δεν τον ξέχασα. Με τη γραφή απελευθερώνεσαι από τους φόβους αλλά θυμάσαι τα πάντα», είπε.
Ο βραβευμένος με Booker συγγραφέας δεν παρέλειψε να αναφερθεί στα πολιτικά βιώματα της σοσιαλιστικής Βουλγαρίας και τη μετάβασή της στην καπιταλιστική κοινωνία. Με χιούμορ και λίγο πικρία, περιέγραψε την εμπειρία του όταν το τείχος έπεσε το 1989, λέγοντας ότι οι νέοι της γενιάς του δεν ήταν έτοιμοι για την ελευθερία. «Τα σώματά μας δεν είχαν μάθει την ελευθερία, αυτό μαθαίνεται», τόνισε.
Η ποίηση κατέχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά του Γκοσποντίνοφ και πίστευει ότι μπορεί να είναι εξίσου, αν όχι πιο, σημαντική από τη λογοτεχνία. «Όταν νιώθουμε κενό μέσα μας, καλό είναι να διαβάζουμε ποίηση -ένας στίχος μπορεί να σταθεί πιο ψηλά από ένα καλό μυθιστόρημα», εξήγησε.
Επίσης, μίλησε για τα ζητήματα που τον απασχολούν στη γραφή του, όπως η εγκατάλειψη και οι απώλειες. Αναφερόμενος στο θάνατο, επεσήμανε την έλλειψη εκπαίδευσης γύρω από το πώς να αντιμετωπίζουμε την απώλεια, παρατηρώντας ότι οι επιστήμες επικεντρώνονται στο πώς να ζούμε, αντί να μας διδάσκουν πώς να πεθαίνουμε.
Έτσι, οι ιστορίες του δεν είναι μόνο λογοτεχνικές αλλά και κοινωνικές, με στόχο να ανοίγουν διαλόγους και να βοηθούν τους ανθρώπους να κατανοήσουν τις προσωπικές τους ιστορίες. Από την παιδική του ηλικία μέχρι τις σύγχρονες προκλήσεις, η γραφή του Γκοσποντίνοφ προορίζεται να υπηρετήσει τη μνήμη και την κατανόηση.
Πηγή: kathimerini.gr