Το 1966, στα νεότευκτα στούντιο ηχογραφήσεων της A&M, κοντά στην πολυσύχναστη Sunset Boulevard, η μουσική της Βραζιλίας ενώνεται με αυτήν της Αμερικής και της Ευρώπης, δημιουργώντας μια μοναδική μίξη ήχων που κατακτά τα δισκοπωλεία και τα ραδιόφωνα παγκοσμίως. Είναι σαν η στιγμή αυτή να έχει έρθει μετά από μια μακρά αναμονή, καθώς το κοινό λαχταρούσε μια τέτοια μουσική σύγκλιση. Οι τζαζ ήχοι του κιθαρίστα Τσάρλι Μπερντ και του σαξοφωνίστα Σταν Γκετζ είχαν ήδη συνδυαστεί με τη βραζιλιάνικη σάμπα, δημιουργώντας τον βελούδινο ήχο της μπόσα νόβα. Το 1964, η συνεργασία του Γκετζ με τον Χοάο Τζιλμπέρτο για το «Κορίτσι από την Ιπανίμα» επρόκειτο να δημιουργήσει το πιο επαναλαμβανόμενο κομμάτι στην ιστορία της μουσικής μετά το «Yesterday» των Μπιτλς.
Καθώς το βραζιλιάνικο «νέο κύμα» καθόριζε την παγκόσμια μουσική σκηνή, ο Σέρτζιο Μέντες με την μπάντα του εισήλθε στα στούντιο της A&M το 1966, με στόχο την κορυφή των charts. Ο Μέντες, πιανίστας και ενορχηστρωτής, είχε διαγνώσει τη ζήτηση στην αγορά και δημιούργησε έναν φρέσκο ήχο που αποτελούσε μια συναρπαστική συνύπαρξη παραδόσεων και πρωτοπορίας. Ειδικά το κομμάτι «Mas Que Nada», που ενώ συνδύαζε τις παραδόσεις δύο πολιτισμών, έδειχνε να περιλαμβάνει μια επιρροή από το μέλλον, προσέφερε νέα πνοή στην μπόσα νόβα.
Η επιτυχία της μπάντας ενισχύθηκε από τις φωνές δύο γυναικών, της Αμερικανίδας Λάνι Χολ και της Βραζιλιάνας Μπίμπι Βόγκελ, οι οποίες ερμήνευσαν στα πορτογαλικά με σαγηνευτική γοητεία. Ο Μέντες, ως ηγέτης της μπάντας, παρουσίασε το σχήμα του με την εμπνευσμένη παρουσία του, αποδεικνύοντας πως οι τέχνες μπορούν να ενωθούν σε ένα μαγευτικό χάρισμα. Στις 5 Ιουνίου, ο Μέντες απεβίωσε στο Λος Άντζελες, σε ηλικία 83 ετών, αφήνοντας πίσω του μια πλούσια μουσική κληρονομιά.
Ο Σέρτζιο Μέντες γεννήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 1941 στην πόλη Νίτεροϊ, κοντά στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Αν και ο πατέρας του ήταν αυστηρός και οι γονείς του δεν ενθάρρυναν την καριέρα του στη μουσική, αυτός βρήκε παρηγοριά στο πιάνο, παίζοντας ακόμα και εν μέσω σκολίωσης. Οι πρώτες του μουσικές προσπάθειες έγιναν σε τζαζ τρίο, καθώς συμμετείχε ενεργά στη μουσική σκηνή της Κοπακαμπάνα, δημιουργώντας σχέσεις με μουσικούς που αργότερα θα στελέχωναν το σχήμα του.
Η σμίξη του με το σχήμα «Sergio Mendes Sextet» το 1961, συνδυάζοντας ισχυρότερα κρουστά με τη μπόσα νόβα, επαναστατεί με τη μουσική και οδηγεί στη φήμη του. Ο πρώτος του δίσκος το 1961 και οι εμφανίσεις του στη Νέα Υόρκη το 1962 ενίσχυσαν τη φήμη του, και η καριέρα του ανήλθε με το «Sergio Mendes & Brasil ’66» το 1966 και τη διασκευή του «Mas Que Nada», υπογραμμίζοντας τη συνύπαρξη των πολιτισμών μέσω της μουσικής.
Μετά από μια μέτρια δεκαετία του ’70, ο Μέντες γνωρίζει νέα επιτυχία τη δεκαετία του ’80. Το άλμπουμ του «Brasileiro» κέρδισε Grammy το 1992, και το κομμάτι του «Real in Rio» προτάθηκε για Όσκαρ το 2012, αποδεικνύοντας τη διαχρονικότητά του στη μουσική σκηνή. Μάλιστα, το 2006, η χιπ χοπ διασκευή του “Mas Que Nada” από τους Black Eyed Peas επανέφερε τον Μέντες στο επίκεντρο της παγκόσμιας μουσικής, προσφέροντας του ξανά αναγνώριση και αγάπη από τις νεότερες γενιές.
Συνολικά, η καριέρα του Σέρτζιο Μέντες περιλαμβάνει περισσότερα από 40 άλμπουμ και πολλά σινγκλ, ενώ έχει λάβει έξι υποψηφιότητες για Grammy, πέντε Latin Grammy και έχει αναγνωριστεί ως ένας από τους κύριους «πρέσβεις» της βραζιλιάνικης μουσικής παγκοσμίως. Το ντοκιμαντέρ του 2020, «Sergio Mendes in the Key of Joy», εξιστορεί τη ζωή και το έργο του με τρόπο που εντυπωσιάζει και εμπ inspires.
Πηγή: kathimerini.gr