Ρυθμός Αύξησης Προσδόκιμου Ζωής Σημαντικά Επιβραδυνόμενος Παρά την Ιατρική Πρόοδο
Ο ρυθμός αύξησης του προσδόκιμου ζωής έχει επιβραδυνθεί κατά πολύ τα τελευταία τριάντα χρόνια, παρά τις εξελίξεις στην ιατρική επιστήμη. Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Nature Aging» και πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο του Ιλινόις στο Σικάγο, από το 1990 οι μεγαλύτερες ηλικίες στους πιο μακροχρόνιους πληθυσμούς του κόσμου παρουσίασαν μόνο αυξήσεις κατά εξίμιση χρόνια κατά μέσο όρο.

Η ιατρική πρόοδος, η υγιεινή διατροφή και οι βελτιώσεις στη γενικότερη ποιότητα ζωής είχαν ως αποτέλεσμα σημαντική αύξηση του προσδόκιμου ζωής κατά τους 19ο και 20ο αιώνα, με διπλασιασμό κατά τον 20ο αιώνα. Ωστόσο, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι αυτή η τάση έχει αποκτήσει σταθεροποιημένα χαρακτηριστικά, με τα δεδομένα να δείχνουν ότι οι άνθρωποι πλησιάζουν ένα βιολογικά καθορισμένο όριο ζωής.

Η ομάδα της μελέτης ανέλυσε δεδομένα από τις εννιά χώρες με το υψηλότερο προσδόκιμο ζωής, όπως το Χονγκ Κονγκ και η Ιαπωνία, καθώς και από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες, αντίθετα, παρουσίασαν μείωση του προσδόκιμου ζωής. Οι δηλώσεις του επικεφαλής της μελέτης, Τζέι Ολσάνσκι, υπογραμμίζουν ότι η τρέχουσα περίοδος αντί για αύξηση του προσδόκιμου ζωής επιφέρει πιο περιορισμένα αποτελέσματα, καθιστώντας αναγκαία την ανακατεύθυνση των προσπαθειών προς την επιβράδυνση της γήρανσης και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής.

Τα παιδιά που γεννήθηκαν τα τελευταία χρόνια έχουν σχετικά χαμηλές πιθανότητες να ξεπεράσουν τα 100 χρόνια ζωής, με τις πιθανότητες να είναι 5,3% για τις γυναίκες και 1,8% για τους άνδρες. Στο Χονγκ Κονγκ οι καλύτερες πιθανότητες εντοπίζονται σε 12,8% για τις γυναίκες και 4,4% για τους άνδρες σχεδόν το διπλάσιο ποσοστό από ότι εντοπίζεται στις ΗΠΑ, όπου αγγίζει το 3,1% και 1,3% αντίστοιχα.

«Οι περισσότεροι άνθρωποι που ζουν σήμερα σε μεγαλύτερες ηλικίες ζουν σε «χρόνο» που έχει δημιουργηθεί από την ιατρική. Ωστόσο, οι ιατρικές παρεμβάσεις προσφέρουν λιγότερα χρόνια ζωής», αναφέρει ο Ολσάνσκι, ενισχύοντας την ανάγκη αναθεώρησης των προτεραιοτήτων στην έρευνα και την πολιτική υγείας.

Πηγή: kathimerini.gr