Η Κρίσιμη Διαμάχη των Αμερικανικών Εκλογών και οι Παγκόσμιες Συνέπειες τους
Οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου αναμένεται να έχουν παγκόσμιο αντίκτυπο, αν και έχουν χαρακτηριστεί ως «εσωτερικός Ψυχρός Πόλεμος» (Financial Times, 16 Οκτωβρίου 2024). Το αυξανόμενο ενδιαφέρον για αυτές τις εκλογές προκύπτει όχι μόνο από την οικονομική και στρατηγική δύναμη των ΗΠΑ, αλλά και από τη φύση των δύο βασικών υποψηφίων και την ισχυρή πολιτική τους αντίθεση.

Η Χάρις μπορεί να γίνει η πρώτη γυναίκα και μειονοτικής καταγωγής πρόεδρος των ΗΠΑ, ενώ ο Τραμπ εκπροσωπεί το πρότυπο του πλούσιου Αγγλοσάξωνα, χωρίς ευαισθησίες κοινωνικές ή δημοκρατικές. Παρά την προηγούμενη εκλογική του νίκη, η προοπτική του να κερδίσει ξανά προκαλεί ανησυχίες για πιθανές αστάθειες, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά.

Oι λόγοι για τους οποίους οι εκλογές αυτές είναι τόσο σημαντικές περιλαμβάνουν οικονομικές παραμέτρους και τις προσδοκίες των ψηφοφόρων από τους υποψήφιους. Η Χάρις βασίζεται στη στήριξη των οικονομικά ασθενέστερων ομάδων με προτάσεις για την αύξηση του ανώτατου φορολογικού συντελεστή στις επιχειρήσεις. Από την άλλη πλευρά, ο Τραμπ σχεδιάζει μείωση του φορολογικού συντελεστή και επιβολή υψηλών δασμών στις εισαγωγές, επενδύοντας επίσης σε στρατηγικές για τις βιομηχανίες.

Επιπλέον, οι ψηφοφόροι μπορεί να επιλέξουν τη Χάρις λόγω της ανησυχίας τους για την αστάθεια που μπορεί να προκύψει από μια δεύτερη θητεία του Τραμπ. Η δεύτερη αυτή θητεία δεν θα συνοδευτεί από εμπειρότερους συνεργάτες στην κυβέρνηση, καθώς ο Τραμπ έχει ήδη απομακρύνει αρκετούς. Ακόμα και σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, όπως το Ουκρανικό ή οι σχέσεις με την Κίνα και το Ιράν, η ρητορική του Τραμπ μπορεί να διαφέρει από την πραγματικότητα που θα αντιμετωπίσει ως πρόεδρος.

Κοντολογίς, οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ θα είναι κρίσιμες και αμφίρροπες, με τις αποφάσεις των ψηφοφόρων να καθορίζονται από μια πληθώρα παραγόντων, οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών. Οποιαδήποτε εξέλιξη σε αυτές τις εκλογές αναμένεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις, μη μόνο για τις ΗΠΑ, αλλά και παγκοσμίως. Πηγή: kathimerini.gr