Ο Μάριο Ντράγκι στην έκθεσή του καλεί την Ε.Ε. να αναγνωρίσει τα περιορισμένα μεγέθη της και τις διαρθρωτικές αδυναμίες της, ενσωματώνοντάς τις στο παγκόσμιο πλαίσιο. Αναφέρει ότι «ποτέ στο παρελθόν η κλίμακα των χωρών μας δεν φαινόταν τόσο μικρή και ανεπαρκής σε σχέση με το μέγεθος των προκλήσεων» και αυτό αποτελεί μια βασική παραδοχή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ο Ντράγκι προσδιορίζει ότι η τρέχουσα κλίμακα της Ε.Ε. δεν είναι επαρκής για να αντιμετωπίσει τις σημερινές και μέλλουσες προκλήσεις που εξελίσσονται ταχύτατα.
Η έκθεση εστιάζει στο ζήτημα της κυριαρχίας και της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών-μελών, προτείνοντας τον δημόσιο τομέα ως κινητήρια δύναμη για αυξημένο δημόσιο δανεισμό. Στόχος είναι η αύξηση του μεριδίου των επενδύσεων στην Ευρώπη κατά περίπου 5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, συγκρίσιμες με τα επίπεδα των δεκαετιών του 1960 και 1970. Μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να γεφυρώσει το χάσμα καινοτομίας που υπάρχει μεταξύ της Ε.Ε. και άλλων μεγάλων δυνάμεων όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα.
Κατά την έκθεση, η Ευρώπη φαίνεται να έρχεται αντιμέτωπη με την έλλειψη εστίασης και το σπάταλο χρήσιμο των κοινών πόρων της. Αναδεικνύεται η ανάγκη επανακαθορισμού των ευρωπαϊκών πολιτικών, με έμφαση στη συνοχή, τη βιομηχανία και την ενέργεια, ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή.
Η έκθεση προτείνει ότι η ευρωπαϊκή φιλελεύθερη δημοκρατία και οι αξίες της δοκιμάζονται, με κοινωνικές ομάδες να νιώθουν υποαντιπροσωπευμένες. Η Ελλάδα και άλλα μεσαία κράτη-μέλη πρέπει να διαβλέψουν την έκθεση ως μια διπλή επείγουσα πρόκληση για να κινηθούν στρατηγικά εντός της Ε.Ε. και να αναπτύξουν τις δικές τους εθνικές στρατηγικές.
Αναγνωρίζοντας τις προτεινόμενες αλλαγές απαιτείται συμφωνία μεταξύ των κρατών-μελών, κάτι που περιλαμβάνει τη διαδικασία αναθεώρησης συνθηκών και ενδεχομένως δημοψηφίσματα. Η ρεαλιστική πρόβλεψη είναι ότι κάποιες προτάσεις ενδέχεται να γίνουν αποδεκτές μέσω διαδικασιών που καθοδήγησαν την ποσοτική χαλάρωση και το Ταμείο Ανάκαμψης, αν και η κεντρική πρόταση για έναν τολμηρότερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έχει περιορισμένες πιθανότητες αποδοχής.
Πηγή: kathimerini.gr