«Προβληματισμένοι» και «αιφνιδιασμένοι» δηλώνουν οι μεγάλοι ευρωπαϊκοί τουριστικοί οργανισμοί, που πωλούν εκατομμύρια πακέτα διακοπών στην Ελλάδα, εξαιτίας των μέτρων που ανακοίνωσε η κυβέρνηση για τον τουρισμό. Από τις πρώτες επικοινωνίες με Έλληνες συνεργάτες τους, όπως ξενοδόχους και πράκτορες, εκτιμούν ότι η ταυτόχρονη επιβολή αυξημένων τελών σε ξενοδοχεία, βραχυπρόθεσμες μισθώσεις και κρουαζιέρες στέλνει ένα αρνητικό μήνυμα τόσο στους ταξιδιωτικούς οργανισμούς όσο και στους δυνητικούς ταξιδιώτες. «Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η επιβάρυνση για τον πελάτη, αλλά το γεγονός ότι τα ξένα μέσα ενημέρωσης προβάλλουν μια Ελλάδα που επιβάλλει σημαντικά τέλη σε όλες τις μορφές τουρισμού, σε μια περίοδο που η καταναλωτική εμπιστοσύνη στην Ευρώπη είναι σε πτώση», αναφέρουν κύκλοι από την ελληνική τουριστική βιομηχανία στην «Καθημερινή».
Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), Γιάννης Παράσχης, εξέφρασε την αντίθεση του σε μέτρα καθαρά εισπρακτικού χαρακτήρα, τα οποία, όπως δηλώνει, έχουν αποδειχθεί αναποτελεσματικά και πλήττουν την ανταγωνιστικότητα και τη βιωσιμότητα του τουριστικού προϊόντος. Συστήνει μέτρα που στοχεύουν στη βελτίωση της λειτουργίας της κεντρικής και τοπικής διοίκησης, υπό την προϋπόθεση ότι είναι συμμετρικά και συνοδεύονται από ουσιαστικές παρεμβάσεις στην αναβάθμιση υποδομών και διαδικασίες διαφάνειας και ελέγχου.
Ο Γ. Παράσχης σχολιάζει την αύξηση στο τέλος ανθεκτικότητας για την κλιματική αλλαγή, σημειώνοντας ότι μπορεί να φτάσει στο +400% ανά είδος καταλύματος και εγείρει ανησυχίες για τη σκοπιμότητα και αποτελεσματικότητα αυτής της κίνησης. Προειδοποιεί ότι τέτοιου είδους μέτρα δεν υποστηρίζουν την εθνική στρατηγική για τη χρονική και χωρική επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, καθώς αγνοούν τα πραγματικά επίπεδα τιμών και γεωγραφικές διακυμάνσεις, και επισημαίνει τον κίνδυνο ενίσχυσης φαινομένων παραβατικότητας.
Αναφορικά με την επιβολή τέλους στην κρουαζιέρα, τονίζει ότι χωρίς τις απαραίτητες παρεμβάσεις σε λιμένες και νησιά με υπερσυγκέντρωση κρουαζιέρας, αυτή η μέτρα δεν θα έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα για τη βιωσιμότητα των προορισμών. Τέλος, υπογραμμίζει ότι οι δημοσιονομικές ανάγκες από την κλιματική κρίση δεν μπορούν να καλύπτονται αποκλειστικά από έναν τομέα της οικονομίας, και προειδοποιεί ότι η αύξηση του τέλους παρεπιδημούντων από 0,50% σε 0,75% θα μπορέσει να έχει αρνητικές επιπτώσεις στο τουριστικό προϊόν και την ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ τονίζει ότι υπάρχει διάθεση για συνεργασία, προκειμένου να τεθεί σε νέα βάση η συζήτηση για πολιτικές και παρεμβάσεις που θα εξασφαλίσουν τη βιώσιμη ανάπτυξη του τομέα με μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Πηγή: kathimerini.gr