Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι η πώληση του 16% του μεριδίου της Γερμανίας στην Commerzbank, κληρονομιά της διάσωσης του 2009. Ο Λίντνερ αποφάσισε να πωλήσει το μερίδιο, αφού η αξία της μετοχής είχε ήδη υποχωρήσει σχεδόν 20% από το υψηλό επίπεδο του Μαΐου. Αντί να περιμένει για καλύτερες προοπτικές, η κυβέρνηση πούλησε την πρώτη δόση της στην ιταλική UniCredit με ένα μικρό premium 4,7%, χάνοντας την ευκαιρία για μεγαλύτερα έσοδα.
Μια άλλη σημαντική απόφαση ήταν η πώληση της Schenker, του βραχίονα εφοδιαστικής αλυσίδας της Deutsche Bahn, στη δανική DSV αντί 14 δισ. ευρώ, παρά την ανταγωνιστική προσφορά που υπήρχε από τη CVC Capital Partners. Η προτίμηση στη DSV οφειλόταν στην άμεση πληρωμή μετρητών, υποδεικνύοντας μια μυωπική προοπτική από πλευράς του υπουργείου Οικονομικών. Επιπλέον, η βιασύνη του Λίντνερ να διεκδικήσει δημόσιες επιδοτήσεις για την Intel αποδεικνύει την ανάγκη του υπουργείου να ενισχύσει τον προϋπολογισμό με οποιοδήποτε κόστος.
Τώρα, ανακοινώνεται ότι το Βερολίνο σκοπεύει να κρατήσει το υπόλοιπο 12% της Commerzbank «μέχρι νεωτέρας». Αυτή η απόφαση ενδεχομένως να προστατεύσει τους φορολογούμενους από επιπλέον χρηματοπιστωτικά αδιέξοδα, εφόσον η Γερμανία ξεφύγει από την εμμονή της για το έλλειμμα και αναζητήσει καλύτερες στρατηγικές για συγχωνεύσεις και εξαγορές.
Πηγή: kathimerini.gr