Το στόρι της ταινίας θέλει τον Κρεγκ (Τζον Κιούζακ), έναν μαριονετίστα με άτυχη καριέρα, να πιάνει δουλειά στο αρχείο ενός γιατρού, ο οποίος δεν είναι αυτός που φαίνεται. Κατά την εργασία του, ανακαλύπτει στον τοίχο των παρανόρμαλ γραφείων του μια πύλη που του επιτρέπει να μπαίνει – για 15 λεπτά – στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς. Αυτά τα 15 λεπτά, μια απλή αναφορά στην ιδέα της δημοσιότητας, προλέγουν την κουλτούρα της κλειδαρότρυπας που θα έφερναν μελλοντικά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να ρίχνουμε κλεφτές ματιές στις ζωές των άλλων, όπως σε εκείνες των «Τζον Μάλκοβιτς».
Ήταν, είναι και θα είναι μια πολύ παράξενη, πολύ γοητευτική και πολύ μπροστά από την εποχή της ταινία. Το πιο παράξενο είναι πως, ενώ δημιουργήθηκε για να μείνει στην ιστορία ως ένα τρελό φιλμ με πρωταγωνιστή έναν ηθοποιό που υποδύεται μια σατιρική εκδοχή του εαυτού του (Τζον Μάλκοβιτς) και μια κωμικο-σεξοβόμβα (Κάμερον Ντίαζ), κατάφερε να αποκτήσει μεγαλύτερο καλτ στάτους από αυτό που μπορεί να του αναλογούσε, κυρίως λόγω της εμπορικής του επιτυχίας, αφού στην αρχή προβλήθηκε σε μόλις 25 αίθουσες στις ΗΠΑ, φτάνοντας έπειτα στις 624.
Η υπόθεση περιπλέκεται όταν η σύζυγος του Κρεγκ, η Λότη (Ντίαζ), η οποία έχει μετατρέψει το σπίτι τους σε ζωολογικό κήπο, θα ανακαλύψει μέσω της πύλης ότι της αρέσει να αισθάνεται άντρας και ότι την ελκύει ερωτικά η κυνική και «μοιραία» συνεργάτιδα του συζύγου της, η Μαξίν (Κάθριν Κίνερ – τιμήθηκε με Όσκαρ Β΄ Γυναικείου Ρόλου). Αυτή η κατάσταση εντείνει τον σουρεαλισμό του φιλμ, που συνιστά σημείο αναφοράς για τις αλλόκοτες ταινίες που ακολούθησαν, με την υπογραφή του σεναριογράφου Τσάρλι Κάουφμαν.
Είναι ενδιαφέρον ότι ο σκηνοθέτης Σπάικ Τζόνζι, που μέχρι τότε ήταν γνωστός ως βιντεοκλιπάς και σκηνοθέτης διαφημιστικών, προκαλεί εντύπωση που παρέδωσε αυτό το έργο. Όσον αφορά τον Μάλκοβιτς, η φήμη της ταινίας συνεχίζει να προσελκύει κοινό στις αβανγκάρντ θεατρικές του παραστάσεις.
Πηγή: kathimerini.gr