Η αγορά πετρελαίου αντέδρασε με ανατιμήσεις, καθώς οι τιμές του αργού αυξήθηκαν κατά 8% σε διάστημα πέντε ημερών, κυρίως εξαιτίας φόβων για μια ενδεχόμενη κλιμάκωση της κρίσης και διακοπές στην παραγωγή. Ωστόσο, η συνεχιζόμενη πολεμική κατάσταση στην περιοχή δεν είχε οδηγήσει σε έντονες αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου τους τελευταίους 12 μήνες, που παρέμειναν σχετικά σταθερές στη ζώνη των 70-80 δολαρίων ανά βαρέλι.
Κατά την περίοδο 2010-2014, οι τιμές του αργού ήταν πολύ υψηλότερες, και πρόσφατα, το καλοκαίρι του 2022-2023, κυμαίνονταν γύρω από τα 90-120 δολάρια. Ωστόσο, παρατηρείται ότι η αγορά σήμερα εμφανίζει λιγότερη νευρικότητα σε σύγκριση με το παρελθόν, με τυχόν ανατιμήσεις να είναι περιορισμένες σε χρόνο και ποσότητα.
Δύο βασικοί παράγοντες εξηγούν αυτή την κατάσταση. Ο πρώτος είναι ο επιχειρησιακός σχεδιασμός του Ισραήλ για μια στρατιωτική επέμβαση κατά του Ιράν, που φαίνεται να περιλαμβάνει στρατηγικά πλήγματα κατά στρατιωτικών στόχων. Ο δεύτερος αναφέρεται στην υγειή κατάσταση της διεθνούς αγοράς πετρελαίου, η οποία είναι πλούσια σε αποθέματα και διαθέτει εφεδρεία παραγωγής τόσο από χώρες του OPEC όσο και από παραγωγούς εκτός του οργανισμού.
Το σημερινό σύστημα πληροφόρησης, που υποστηρίζεται από τον ΙΕΑ και τον OPEC, επιτρέπει την έγκαιρη ενημέρωση για τις παραγωγές και τα αποθέματα πετρελαίου, μειώνοντας την αβεβαιότητα που συνήθως συνοδεύει τις κρίσεις. Αυτό έχει συμβάλει στο ότι οι αγορές δεν προεξοφλούν υψηλό κίνδυνο για τις τιμές του πετρελαίου.
Τέλος, ενώ μια πιθανή αύξηση των τιμών του πετρελαίου σε επίπεδο άνω των 100 δολαρίων ανά βαρέλι δεν αναμένεται να έχει τις ίδιες καταστροφικές συνέπειες στην οικονομία όπως τη δεκαετία του ’70, ο ’80 και του ’90, αυτό οφείλεται στην μειωμένη συμμετοχή του πετρελαίου στο παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα, το οποίο έχει μειωθεί από 46% το 1973 στο 30% σήμερα. Πηγή: kathimerini.gr