Όταν ο τέως πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ξεκίνησε τον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα το 2018, έθεσε τρεις στόχους: τη μείωση του εμπορικού ελλείμματος, την επιστροφή θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ και την πίεση στην Κίνα να σταματήσει την καταστροφή της πνευματικής ιδιοκτησίας. Ωστόσο, απέτυχε σε όλους αυτούς τους τομείς. Παρόλο που το εμπορικό έλλειμμα αρχικά μειώθηκε, κατά τη διάρκεια της πανδημίας αυξήθηκε, ενώ οι θέσεις εργασίας στη μεταποίηση δεν παρουσίασαν ανάπτυξη μετά το 2019. Επιπλέον, οι αμερικανικές αρχές ανέφεραν φαινόμενα κλοπής εμπορικών μυστικών από κινεζικές εταιρείες.
Οι χώρες που επωφελήθηκαν περισσότερο από αυτή τη διαδικασία ήταν κυρίως εκείνες στις οποίες οι κινεζικές εταιρείες μετατόπισαν την παραγωγή τους, όπως το Βιετνάμ. Από το 2018 έως το 2022, οι κινεζικές επενδύσεις στο Βιετνάμ σχεδόν διπλασιάστηκαν και οι εξαγωγές από τη χώρα αυξήθηκαν κατά 75%. Την ίδια στιγμή, οι εισαγωγές των ΗΠΑ από το Βιετνάμ τριπλασιάστηκαν. Στην ουσία, οι κινεζικές επιχειρήσεις χρησιμοποίησαν το Βιετνάμ ως «αυτοκινητόδρομο χωρίς διόδια» για να εισέλθουν στην αμερικανική αγορά.
Για να αλλάξει αυτή η εικόνα, οι ΗΠΑ θα πρέπει να επενδύσουν και να αναπτύξουν ανταγωνιστικά προϊόντα, ξεπερνώντας τον κινεζικό ανταγωνισμό, αντί απλώς να επιχειρούν να τον αποκλείσουν. Σε τομείς όπου η Κίνα είναι πρωτοπόρος, όπως στα ηλεκτροκίνητα οχήματα και τις μπαταρίες, οι ΗΠΑ θα έπρεπε να αντλήσουν διδάγματα από την κινεζική τεχνολογία και να επιδιώξουν τη δική τους πρόοδο.
Η αναγκαία αυτή στροφή κατέδειξε τον κίνδυνο της εξάρτησης από χώρες όπως η Κίνα και την ανάγκη για στρατηγικό σχεδιασμό που θα ενισχύσει την αμερικανική βιομηχανία χωρίς να βασίζεται σε περιορισμούς. Πηγή: kathimerini.gr