Μετά τη δεύτερη απόπειρα κατά της ζωής του, ο Ντόναλντ Τραμπ προσπαθεί να ανατρέψει τις κύριες κατηγορίες που του αποδίδουν οι αντίπαλοί του, οι οποίες τον εμφανίζουν ως απειλή για τη δημοκρατία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τη Δευτέρα, η εκστρατεία του δημοσίευσε αποσπάσματα με προκλητικές δηλώσεις από τον Τζο Μπάιντεν και την Κάμαλα Χάρις, με τον Αμερικανό πρόεδρο να αναφέρει ότι «ήρθε η ώρα να βάλουμε τον Τραμπ στο μάτι του ταύρου».
Η αναφορά του Τραμπ στους «σημαντικούς προέδρους» της χώρας κατά τη διάρκεια ομιλίας του στη Φλόριντα, όπου συγκέντρωσε την προσοχή, ήταν μια προσπάθεια να απαριθμήσει τον εαυτό του δίπλα σε εμβληματικές προσωπικότητες όπως ο Λίνκολν, ο Κένεντι και ο Ρέιγκαν. Παράλληλα, χαρακτήρισε την Κάμαλα Χάρις, την Δημοκρατική αντίπαλό του, «μαρξίστρια» και καταλόγισε τη ρητορική της Αριστεράς ως αίτια της βίας που αντιμετωπίζει.
Προτού επιστρέψει στην προεκλογική του εκστρατεία, ο Τραμπ επισκέφθηκε το Λονγκ Αϊλαντ στη Νέα Υόρκη, σε μια περιοχή όπου είναι σαφές ότι η Χάρις θα έχει τη στήριξη των ψηφοφόρων. Αντί να συγκεντρωθεί στις αμφισβητούμενες πολιτείες, η κίνησή του αυτή φαίνεται να αποκλίνει από τις συνήθεις στρατηγικές των υποψηφίων. Σ’ αυτήν την περίπτωση, η Χάρις είχε προγραμματίσει ομιλία στην ετήσια διάσκεψη των ισπανόφωνων μελών του Κογκρέσου, γεγονός που αναδεικνύει τη σημασία της ισπανόφωνης ψήφου στις κρίσιμες πολιτείες.
Σύμφωνα με έρευνα της Microsoft, η Ρωσία φέρεται να έχει εντείνει την παραπληροφόρηση κατά της Χάρις, διαδίδοντας ψευδή βίντεο μέσω των οποίων παρουσιάζονται υποστηρικτές της να επιτίθενται σε οπαδούς του Τραμπ. Ένα από αυτά, φτιαγμένο από την ρωσική ομάδα χάκερ Storm-1516, παρουσιάζει την Χάρις να εμπλέκεται σε τροχαίο και να εγκαταλείπει ένα ανήλικο κορίτσι. Αυτού του είδους η παραπληροφόρηση ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην εκλογική διαδικασία.
Ο Τραμπ, στο πλαίσιο των ομιλιών του και των δημόσιων εμφανίσεών του, συνεχίζει να προσηλώνει την προσοχή του στο τρέχον πολιτικό σκηνικό ενώ αναζητά τρόπους να ενισχύσει την καμπάνια του στην προοπτική των προεδρικών εκλογών του 2024.
Πηγή: kathimerini.gr