Αναφερόμενος στην απόφασή του, ο Μπέζος τόνισε ότι βασίζεται στην ανησυχία του για την έλλειψη εμπιστοσύνης του κοινού στα παραδοσιακά Μέσα, με αποτέλεσμα οι πολίτες να αναζητούν ειδήσεις κυρίως μέσω των social media, γεγονός που τους καθιστά ευάλωτους στην παραπληροφόρηση. “Περίπου οι μισοί ψηφοφόροι θεωρούν τα μέσα ενημέρωσης προκατειλημμένα. Όποιος δεν το βλέπει, δεν προσέχει την πραγματικότητα”, σημείωσε.
Η απόφαση αυτή δεν ήταν χωρίς συνέπειες, καθώς δέχθηκε σφοδρή κριτική από πολλούς πρώην και νυν συνεργάτες της εφημερίδας. Ο πρώην εκδότης Μάρτι Μπάρον χαρακτήρισε την επιλογή “δειλία, που πλήττει τη δημοκρατία”, και ο Ντέιβιντ Χόφμαν, βραβευμένος με Πούλιτζερ, παραιτήθηκε διαφωνώντας με την απόφαση. Πλήθος αρθρογράφων υπέγραψε κοινή δήλωση, εκφράζοντας την ανησυχία τους ότι η απόφαση αυτή υπονομεύει τις θεμελιώδεις αξίες της εφημερίδας.
Ο Μπέζος, παρά την κατακραυγή, υπεράσπισε την απόφαση, επισημαίνοντας ότι η υποστήριξη ενός υποψηφίου δεν εγγυάται ότι θα επηρεάσει την ψήφο των αναποφάσιστων. Υποστήριξε επίσης ότι η στιγμή της ανακοίνωσης της απόφασης ήταν ατυχής, λόγω της εγγύτητας των εκλογών.
Ιδιαίτερη προσοχή έχει προσελκύσει και μία συγκυρία που συνέβη την ίδια ημέρα, όπου φημολογείται ότι πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ στελεχών της αεροδιαστημικής επιχείρησης του Μπέζος και του Τραμπ. Ο Μπέζος αρνήθηκε ότι η απόφαση της εφημερίδας συνδέεται με επιχειρηματικά συμφέροντα και χαρακτήρισε την σύμπτωση της συνάντησης τυχαία. “Ούτε ο Τραμπ ούτε η προεκλογική του επιτροπή ήξεραν τίποτα γι’ αυτό”, ανέφερε.
Ο Τραμπ, από την πλευρά του, θεωρείται ευρέως ότι αποτελεί απειλή για τις πολιτικές ελευθερίες, με την ανησυχία ότι η εκλογή του θα μπορούσε να επηρεάσει την ελευθερία των Μέσων ενημέρωσης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πηγή: kathimerini.gr