Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Αντονι Μπλίνκεν, επιβεβαίωσε την Τρίτη ότι το Ιράν έχει προμηθεύσει τη Ρωσία με βαλλιστικούς πυραύλους, γεγονός που αναμένεται να έχει σοβαρές συνέπειες. Αυτά τα όπλα προορίζονται για χρήση εναντίον της Ουκρανίας στο εγγύς μέλλον.
Στην αντίδρασή τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες και χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Βρετανία έχουν επιβάλει επιπλέον κυρώσεις σε πρόσωπα και εταιρείες που συνδέονται με το Ιράν και τη Ρωσία. Ωστόσο, σύμφωνα με τον καθηγητή Μαρκ Κατζ στο Atlantic Council, «οι κινήσεις αυτές σπάνια θα προκαλέσουν ανησυχία στη Μόσχα και την Τεχεράνη και δεν θα τους αποτρέψουν από τις ενέργειές τους».
Μια βασική ερώτηση που προκύπτει είναι πώς η μεταφορά ιρανικών πυραύλων στη Ρωσία θα μπορούσε να επηρεάσει τις διμερείς τους σχέσεις. Η εξάρτηση της Ρωσίας από το Ιράν για στρατιωτική προμήθεια μπορεί να δώσει στην Τεχεράνη περισσότερη επιρροή, αλλά και επηρεάζει τη δυναμική των σχέσεων και με άλλους παίκτες της περιοχής, όπως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Σημαντικό είναι ότι το Ιράν επιδιώκει την απόκτηση ρωσικών μαχητικών αεροσκαφών Su-35 και συστημάτων αεράμυνας S-400, ενίσχυση που αποδεικνύει την επιθυμία του να διευρύνει τη στρατιωτική του συνεργασία με τη Ρωσία. Ωστόσο, δεν είναι βέβαιο ότι η άμεση παραλαβή αυτών των όπλων είναι ο κύριος σκοπός της Τεχεράνης.
Αξιοσημείωτο είναι ότι το Ιράν δεν προχωρά συνήθως σε άμεσες στρατιωτικές ενέργειες, προτιμώντας να δρα μέσω πληρεξουσίων όπως η Χεζμπολάχ και άλλοι ένοπλοι σχηματισμοί. Ο καθηγητής Κατζ υπογραμμίζει ότι η ιρανική ηγεσία μπορεί να θεωρεί τη Ρωσία όχι ως μεγάλη δύναμη, αλλά ως επιπλέον όπλο στη μάχη εναντίον κοινών εχθρών.
Η διαρκής σύγκρουση στην Ουκρανία δεν αντιπροσωπεύει απειλή για το Ιράν, ωστόσο, ο περιορισμός των δυτικών πόρων λόγω της βοήθειας προς την Ουκρανία για την Τεχεράνη είναι ευνοϊκός.
Τέλος, η Τεχεράνη ανησυχεί ότι σε περίπτωση ήττας της Ρωσίας στον πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα στραφούν με περισσότερους πόρους ενάντια στο Ιράν. Η μεταφορά όπλων στη Ρωσία επιβεβαιώνει τη στρατηγική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών, ανεξαρτήτως αν η Τεχεράνη κερδίσει άμεσα στρατιωτικά οφέλη από αυτήν την κίνηση.
Πηγή: kathimerini.gr