Η αμερικανική κυβέρνηση προβαίνει σε έντονη κριτική στις ενέργειες του Ισραηλινού πρωθυπουργού, Μπέντζαμιν Νετανιάχου, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου μεγάλων εντάσεων στη Μέση Ανατολή. Οι Δημοκρατικοί, με την Κάμαλα Χάρις και τον Τζο Μπάιντεν, εκφράζουν δυσαρέσκεια για την αδυσώπητη στάση του Νετανιάχου απέναντι στους Παλαιστίνιους, την οποία θεωρούν απειλητική για τη διεθνή σταθερότητα και το κύρος της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Οι επικείμενες προεδρικές εκλογές αυξάνουν την πίεση για μια διαφορετική προσέγγιση.
Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει αποτύχει να πείσει τον Νετανιάχου να υιοθετήσει μια πιο ευέλικτη στρατηγική για τη Γάζα, γεγονός που προκαλεί ανησυχία και εντάσσεται σε μια σειρά διπλωματικών αποτυχιών. Η κατάσταση παραμένει τεταμένη και οι σε εξέλιξη διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση ομήρων, συμπεριλαμβανομένων Αμερικανών πολιτών, κρέμονται σε μία λεπτή ισορροπία.
Η διαχείριση των σχέσεων με τον Νετανιάχου αποδεικνύεται περίπλοκη και οι παρατηρητές αναρωτιούνται γιατί η Ουάσιγκτον δεν στρέφεται ενάντια στον Ισραηλινό πρωθυπουργό, αξιοποιώντας τους διαθέσιμους μοχλούς πίεσης, όπως η οικονομική και στρατιωτική βοήθεια.
Οι λόγοι που κρατούν τις ΗΠΑ «δεμένες» στον Νετανιάχου περιλαμβάνουν την έλλειψη ενός αξιόπιστου πολιτικού αντιπάλου στο Ισραήλ, την ανυπαρξία επιθυμίας για συμφωνία κατάπαυσης του πυρός είτε από τον Νετανιάχου είτε από την ηγεσία της Χαμάς και τον κίνδυνο που θα ενέπνεε μία σοβαρή κρίση στις σχέσεις ΗΠΑ-Ισραήλ μεταξύ των εχθρών του Ισραήλ, όπως το Ιράν και η Χεζμπολάχ. Επιπλέον, μια κατάργηση της πώλησης στρατιωτικών εξοπλισμών θα είχε πολιτικές και οικονομικές συνέπειες για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Την ώρα που οι σχέσεις της διοίκησης Μπάιντεν με τον Νετανιάχου είναι πιο ψυχρές από ποτέ, οι Δημοκρατικοί ανησυχούν ότι η πολιτική τους προσέγγιση στην περιοχή μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες στις εκλογές, καθώς οι διαμαρτυρίες για τη στάση τους απέναντι στο Ισραήλ αυξάνονται, με πολίτες να ζητούν την άμεση λήξη του πολέμου.
Ο Νετανιάχου επίσης λειτουργεί ως καταλύτης πολιτικής, επηρεάζοντας τη στρατηγική της Ουάσιγκτον στη Μέση Ανατολή. Εάν επανεκλεγεί ο Τραμπ, αναμένεται να επιστρέψει σε μια πιο στενή συνεργασία με τον Ισραηλινό ηγέτη, αλλά κανείς δεν μπορεί να προδικάσει τη στήριξή του αν κληθεί να επιδιώξει μια συμφωνία για την ειρήνη με την παλαιστινιακή πλευρά.
Πηγή: kathimerini.gr