Μελέτη του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής προτείνει τη σύσταση ενός «παρατηρητηρίου» για τις κοινωνικές ανισότητες στον τομέα της υγείας και την ίδρυση κυβερνητικής διυπουργικής επιτροπής για την καταπολέμησή τους. Ο ομότιμος καθηγητής ΕΚΠΑ, Γιάννης Τούντας, δήλωσε ότι η μείωση αυτών των ανισοτήτων αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές προκλήσεις της εποχής μας. Σημείωσε ότι έρευνες σε 16 ευρωπαϊκές χώρες αποκάλυψαν ότι τα άτομα από χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα εμφανίζουν υψηλότερη θνησιμότητα και δυσμενέστερη κατάσταση υγείας. Στη Δυτική Ευρώπη, ο κίνδυνος ανάπτυξης ασθενειών στα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά επίπεδα είναι 1,5-2,5 φορές μεγαλύτερος, ακόμα και σε χώρες με δυναμικές κοινωνικές πολιτικές, όπως οι σκανδιναβικές.
Σύμφωνα με την παρουσίαση της μελέτης, το 2021 στην Ελλάδα, άτομα από ανώτερες κοινωνικές τάξεις εκτίμησαν την υγεία τους ως «εξαιρετική» ή «πολύ καλή» σε μεγαλύτερο ποσοστό απ’ ό,τι those from lower classes. Η υγεία φαίνεται να βελτιώνεται με την αύξηση του εισοδήματος, καθώς το 94% όσων κερδίζουν πάνω από 3.001 ευρώ μηνιαίως δηλώνει «καλή» ή «πολύ καλή» υγεία. Επιπλέον, άτομα ανώτερων κοινωνικών τάξεων είναι πιο πιθανό να υποβάλλονται σε προληπτικές εξετάσεις, με τις διαφορές να είναι πιο εμφανείς στον τομέα της πρόληψης του καρκίνου. Πιο συγκεκριμένα, το 91,9% των πολιτών με χαμηλά εισοδήματα δεν έχει υποβληθεί σε κολονοσκόπηση, ενώ το ποσοστό αυτό για τα υψηλά εισοδήματα είναι 77,5%. Επίσης, οι γυναίκες με μεγαλύτερα εισοδήματα αναφέρουν ποσοστό εξέτασης μαστού 86%, σε σύγκριση με 46% στις χαμηλότερες τάξεις. Τέλος, το 85% των γυναικών με υψηλή εκπαίδευση έχουν κάνει τεστ Παπανικολάου, έναντι 39% στις λιγότερο μορφωμένες.
Η συγκεκριμένη μελέτη καταδεικνύει τη σημαντικότητα των κοινωνικών παραγόντων στην υγεία και την ανάγκη πολιτικών που να προσανατολίζονται στη μείωση αυτών των ανισοτήτων για τη βελτίωση της δημόσιας υγείας στην Ελλάδα.
Πηγή: kathimerini.gr