Αξιοσημείωτο είναι ότι τα νούμερα δείχνουν καθαρά τη διαχρονική αύξηση παραβατικότητας: το ποσοστό των παραβατικών πρατηρίων έχει φτάσει από το 4% το 2011 στο 27% το 2023. Επιπλέον, οι ελλειμματικές παραδόσεις έχουν διαρκώς αυξηθεί, φτάνοντας το 24%. Οι καταναλωτές βιώνουν άμεσα τις συνέπειες αυτής της παραβατικότητας, καθώς χάνουν ετησίως περίπου 120 εκατ. ευρώ, και αυτό το υπολογιζόμενο ποσό αναμένεται να αυξάνεται καθώς οι παραβάτες επιβαρύνουν τους νόμιμους αδειούχους.
Επιπλέον, η αγορά καυσίμων πλήττεται από τη νοθεία και τη λαθρεμπορία, με τις αρχές να αδυνατούν να ελέγξουν την κατάσταση. Οι νόμοι που εισάγονται συχνά καταλήγουν στο να προσθέτουν επιπλέον βάρη στις νόμιμες εταιρείες, χωρίς να επιφέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Τα παραβατικά πρατήρια, ουσιαστικά κερδίζουν από τον αθέμιτο ανταγωνισμό και την έλλειψη αυστηρών ελέγχων.
Οι έλεγχοι της αγοράς είναι ελάχιστοι, γεγονός που ενισχύει την παραβατικότητα. Με μόλις 28 ελέγχους για τις ποσότητες καυσίμων το 2023, η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο δεινή. Η συντήρηση των ελέγχων αναφορικά με τις παραβατικές αντλίες ανήκει στο Υπουργείο Ανάπτυξης, ωστόσο οι έλεγχοι έχουν πρακτικά ανασταλεί.
Το κράτος επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τις νόμιμες επιχειρήσεις με την επιβολή πλαφόν στο περιθώριο κέρδους που διοχετεύει την αγορά σε μια κατάσταση στρέβλωσης. Παρά τον ραγδαίο πληθωρισμό και την αύξηση των λειτουργικών εξόδων, οι νόμιμοι πρατηριούχοι πρέπει να διατηρούν τις τιμές τους κάτω από ένα συγκεκριμένο όριο, γεγονός που τους καθιστά λιγότερο ανταγωνιστικούς έναντι των παραβατών.
Η υπερφορολόγηση στην Ελλάδα είναι άλλη μία παράμετρος που υπονομεύει την υγιή λειτουργία της αγοράς καυσίμων, καθώς η συνδυασμένη φορολογία (ΕΦΚ και ΦΠΑ) είναι η υψηλότερη στην Ευρώπη, πιέζοντας τις νόμιμες επιχειρήσεις και διευκολύνοντας τους παραβατικούς να εκμεταλλεύονται την κατάσταση.
Με όλα τα παραπάνω, γίνεται σαφές ότι χρειάζονται άμεσες και αποτελεσματικές πολιτικές για την πάταξη της παραβατικότητας στον τομέα των καυσίμων, προκειμένου να προστατευθούν οι καταναλωτές και να ενισχυθεί ο υγιής ανταγωνισμός στην αγορά.
Πηγή: kathimerini.gr