Η περιγραφή της σημερινής πολιτικής σκηνής στην Ελλάδα προσφέρει μια διττή εικόνα. Από τη μία πλευρά, η αντιπολίτευση είναι διάσπαρτη και φαινομενικά ανύπαρκτη, ενώ από την άλλη, η Κεντροαριστερά, παρά την εναλλακτική της υποψηφιότητα για διακυβέρνηση, φαίνεται να έχει αποδυναμωθεί. Αυτή η κατάσταση δεν αφήνει ωστόσο κενό, αφού αντί για συγκροτημένα κόμματα, εμφανίζονται πολλές «νησίδες» αντισυστημικής αντίστασης, οι οποίες ανταγωνίζονται στο επάγγελμα της διαμαρτυρίας.
Τι συμβαίνει όταν κάποιος βρίσκεται χωρίς αντίπαλο σε μια πολιτική σκηνή; Η απουσία αμφισβήτησης, μπορεί να προσφέρει μια αίσθηση ελευθερίας, αλλά ταυτόχρονα κινδυνεύει να δημιουργήσει εσωτερικό ανταγωνισμό, όπως έχει δείξει η πορεία της Ν.Δ. Στην πραγματικότητα, η έλλειψη σοβαρού αντιπάλου μπορεί να αποβεί αποπροσανατολιστική και να οδηγήσει σε απουσία οράματος, καθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης στερείται ενός αξιόπιστου αντίλογου για να προσδιορίσει τη στρατηγική και το αφήγημά του.
Στις σημερινές συνθήκες, ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις εσωτερικές του προκλήσεις, μπορεί να φαινόταν ισχυρός, αλλά αυτό το σχέδιο φαίνεται να κλονίζεται. Η κυβερνητική του φιλοδοξία επιτάσσει την πολυσυλλεκτικότητα, αλλά οι αναταράξεις στο εσωτερικό του κόμματος τον έχουν δυσκολέψει. Αυτή τη στιγμή, οι διαφορετικές κομματικές δυνάμεις που προσπαθούν να γεμίσουν το κενό, θυμίζουν περισσότερο «σκυλιά»: εκφράζουν τη δυσαρέσκεια της κοινωνίας, χωρίς να προσπαθούν να διαμορφώσουν ένα συνεκτικό πολιτικό σχέδιο.
Η κατάσταση στην οποία διαμορφώνεται ένα «αρχιπέλαγος» αντισυστημικών ρευμάτων, μπορεί να δημιουργήσει προοπτικές για τους νέους πολιτικούς παίκτες, που ωστόσο κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς κατεύθυνση. Σε αυτό το πολιτικό τοπίο, η σημασία της στρατηγικής επιλογής και η δυνατότητα συσπείρωσης γύρω από συγκεκριμένα προγράμματα είναι καθοριστική.
Καθώς η πολιτική σκηνή συνεχίζει να εξελίσσεται, ανακύπτει ένα ερώτημα: Υπάρχει τρόπος ενίσχυσης της σταθερότητας ή η κατάσταση θα παραμείνει τελικά ασταθής; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα κρύβεται στις κινήσεις που θα ακολουθήσουν οι πολιτικοί φορείς και στην ικανότητά τους να εκφράσουν τις ανάγκες της κοινωνίας.
Πηγή: kathimerini.gr